υπομάλης

υπομάλης
επίρρ. τοπ.
1. κάτω από τη μασχάλη, παραμάσχαλα: Κρατούσε το δέμα υπομάλης.
2. μτφ., κρυφά, λαθραία: Έφερε στην Ελλάδα απαγορευμένα περιοδικά υπομάλης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπομάλης — Ν επίρρ. κάτω από τη μασχάλη («τα όπλα υπομάλης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. ὑπὸ μάλης] …   Dictionary of Greek

  • διαμάσχαλα — και διάμασχα και διαμάσκαλα επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπομάλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”